Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Εορτή του Αγίου Αντωνίου

Ο Μέγας Αντώνιος γεννήθηκε περί το 251 στην πόλη Κομά της Ανω Αιγύπτου, κοντά στη Μέμφιδα, από γονείς ευλαβείς και εύπορους. Έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284-305) και Μαξιμιανού (285-305) μέχρι και την εποχή του ευσεβούς αυτοκράτορος Κωνσταντίνου και των παιδιών του.

Από την παιδική του ηλικία ήταν ολιγαρκής και αυτάρκης, «μόνοις δε οις εύρισκεν ήρκειτο και πλέον ουδέν εζήτει». Σε νεαρά ηλικία, περίπου 20 ετών, έχασε τους γονείς του. Έξι μήνες μετά την κοίμηση των γονέων του άκουσε στην εκκλησία την ευαγγελική περικοπή του πλουσίου νεανίσκου, στην οποία αναφέρεται, ότι ο Χριστός είπε στον πλούσιο νέο: «πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς». Τόση μεγάλη εντύπωση προξένησε η ευαγγελική αυτή προτροπή στη ψυχή του Αντωνίου, ώστε αμέσως διένειμε τα υπάρχοντά του στους πτωχούς και ενδεείς, αφού εφύλαξε τα απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση αυτού και της μικρής του αδελφής, την οποία φρόντισε να παραδώσει σε Χριστιανές νέες παρθένους που είχαν αφιερωθεί στη χριστιανική αρετή, βέβαιος ότι κοντά τους θα είναι κατά πάντα ασφαλής.

Από τότε ο Αγιος Αντώνιος άρχισε να ζει ασκητικό βίο, εργαζόμενος αδιάκοπα και υποβαλλόμενος σε αυστηρή νηστεία, για να κατανικήσει τους πειρασμούς της σάρκας, αγρυπνώντας ολόκληρη τη νύχτα και τρώγοντας ελάχιστα.

Στη συνέχεια απήλθε σε τόπο έρημο και μακρυνό όπου υπήρχαν μνήματα και αφού εισήλθε σε ένα από αυτά έκλεισε τη θύρα. Η τροφή του ήταν ελάχιστη και του την πήγαινε σε καθορισμένες μέρες ένας συνασκητής του. Εκεί υπερνίκησε, με τη Χάρη του Θεού, νέους πειρασμούς. Αργότερα πήγε κοντά στα ερείπια ενός φρουρίου και κατοίκησε σε σπήλαιο χωρίς να τον βλέπει κανένας και χωρίς να δέχεται κανένα παρά μόνο ένα γνωστό του, ο οποίος του έφερνε κάθε έξι μήνες ψωμί για ολόκληρο το εξάμηνο.

Μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια ασκήσεως και αφού έφθασε σε ύψη πνευματικής τελείωσης εμφανίσθηκε στον κόσμο και τότε άρχισαν να συρρέουν περί αυτόν πολλοί που τον θαύμαζαν ως ασκητή και θαυματουργό. Μαρτυρείται ότι ενώ ο Αγιος βρισκόταν ακόμη εν ζωή, έβλεπε τις ψυχές των ανθρώπων τη στιγμή που εξέρχονταν από το σώμα τους, καθώς και τους δαίμονες που τις οδηγούσαν. Το γεγονός αυτό είναι πολύ θαυμαστό, αφού μια τέτοια δυνατότητα είναι γνώρισμα μόνο νοεράς και ασώματης φύσης.

Το 311, κατά το διωγμό του αυτοκράτορος Μαξιμίνου (307-313) κατήλθε στην Αλεξάνδρεια, για να ενθαρρύνει και να βοηθήσει τους πιστούς, τους Ομολογητές και τους Μάρτυρες. Όταν έπαυσε ο διωγμός ο Όσιος επανήλθε στην έρημο, αλλ' επειδή αισθανόταν ενοχλημένος από την παρουσία πολλών, που πήγαιναν για να τον συναντήσουν, έφυγε από εκεί και ήλθε σε τόπο έρημο, ο οποίος βρισκόταν σε όρος υψηλό κοντά στην Ερυθρά θάλασσα. Και εκεί όμως προσέρχονταν πολλοί για να λάβουν την ευλογία του, να διδαχθούν και να θεραπευθούν. Θεράπευε δε τους ασθενείς «ου προστάζων, αλλ' ευχόμενος και τον Χριστόν ονομάζων».

Η φήμη του Οσίου Αντωνίου έφθασε μέχρι τους βασιλείς τόσο ώστε ο Μέγας Κωνσταντίνος και οι υιοί του, Κωνστάντιος και Κώνστας, έγραφαν σ' αυτόν, σαν να ήταν παέτέρας τους, και τον παρακαλούσαν να τους απαντήσει.

Κατά τη διάρκεια του ασκητικού του βίου ποτέ δεν άλλαξε ένδυμα και ποτέ δεν ένιψε το σώμα ή τα πόδια του με νερό. Ο Όσιος, αν και αγράμματος στην ανθρώπινη σοφία, ήταν σοφός κατά Θεόν. Είχε λόγο «ηρτυμένον τω θείω άλατι και χαρίεντα». Εδίδασκε τους μαθητές του να μην θεωρούν τίποτε ανώτερο από την αγάπη του Χριστού και να μην νομίζουν ότι, επειδή απέχουν από τα κοσμικά αγσθά, στερούνται κάτι αξιόλογο. Το να αφήνει κανείς τα επίγεια αγαθά είναι σαν να καταφρονεί μια δραχμή από χαλκό, για να κερδίσει εκατό χρυσές. Δεν πρέπει, έλεγε, να λησμονούμε ότι ο ανθρώπινος βίος είναι πρόσκαιρος συγκρινόμενος προς τον μέλλοντα αιώνα. Γι αυτό δεν πρέπει να κοπιάζουμε για την απόκτηση πρόσκαιρων αγαθών, τα οποία δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας, αλλά για την απόκτηση αιωνίων αγαθών, δηλαδή της φρονήσεως, της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης, της ανδρείας, της συνέσεως, της αγάπης.

Ο Μέγας Αντώνιος, αφού έζησε εκατόν πέντε έτη, κοιμήθηκε οσίως το 356. Αν και όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, μια από τις τελευταίες επιθυμίες του Οσίου Αντωνίου ήταν να μείνει κρυφός ο τόπος της ταφής του, οι μοναχοί που εμόναζαν κοντά του έλεγαν ότι κατείχαν το ιερό λείψανό του, το οποίο, επί Ιουστινιανού (561), κατατέθηκε στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του προδρόμου στην Αλεξάνδρεια και από εκεί αργότερα, το 365, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, τ. Ιανουαρίου, σελ. 192-195.

Πηγή: www.apostoliki-diakonia.gr/

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Κυριακή IB΄ Λουκά. Η θεραπεία των δέκα λεπρών.

Ευγνωμοσύνη,  η  λησμονημένη  αρετή

“Και έπεσεν επί πρόσωπον  παρά τους πόδας αυτού ευχαριστών αυτώ”.

Είναι ιδιαιτέρως αξιοσπούδαστη η συμπεριφορά των δέκα λεπρών, τη θαυμαστή θεραπεία των οποίων μας περιγράφει η σημερινή ευαγγελική περικοπή. Ο πρώτος, ο αλλοεθνής Σαμαρείτης, ενσαρκώνει μια από τις πιο μεγάλες και τόσο λησμονημένες στις μέρες μας αρετές: την ευχαριστία και την ευγνωμοσύνη. Οι άλλοι, οι εννέα, μια συμπεριφορά από τις πιο συνηθισμένες και σήμερα και πάντοτε: την αχαριστία και την αγνωμοσύνη. Και οι δέκα έλαβαν μια μεγάλη δωρεά του Θεού. Την απαλλαγή από τη φοβερή αρρώστια της λέπρας. Πόσο όμως διαφορετική είναι η συμπεριφορά του ενός και των άλλων εννέα! Ο Σαμαρείτης, ας ήταν ένας σχισματικός, όταν συνειδητοποιεί τη θαυμαστή ίασή του, γυρνά πίσω. Τρέχει προς τον ευεργέτη του, τον Θεάνθρωπο Κύριο, για να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. Να τον δοξάσει και να τον ευχαριστήσει. Οι άλλοι, οι εννιά Ισραηλίτες, αδιαφορούν. Δέχονται την ευεργεσία, αλλά ξεχνούν τον ευεργέτη. Βλέπουν την αποκατάσταση της υγείας τους, όμως λησμονούν μιαν ιερή υποχρέωσή τους: Να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στο μεγάλο ιατρό. Να τον συναντήσουν για να του πούν ένα ειλικρινές “ευχαριστώ”.

Αχάριστοι κι εμείς προς τον Θεόν;

Όπως οι δέκα λεπροί, έτσι κι εμείς γινόμαστε καθημερινά δέκτες της ανέκφραστης αγάπης και των απείρων ευεργεσιών του Θεού. Μας έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Μας στόλισε μ΄ ένα πλήθος χαρισμάτων και δωρεών. Άνθρωπε, “τί έχεις, ο ουκ έλαβες;” αναρωτιέται ο απόστολος Παύλος (Α΄ Κορ. δ, 7). Προνοεί και φροντίζει ακατάπαυστα για τον καθένα μας. Έστειλε τον Μονογενή Υιό Του να σταυρωθεί για τη δική μας σωτηρία. Μας φανέρωσε με το Ευαγγέλιο το αιώνιο θέλημά Του. Μας προσκάλεσε με το άγιο Βάπτισμα στο δρόμο της σωτηρίας. Μας τρέφει με την ουράνια Τροφή, το σώμα και το αίμα Του. Φρουρεί το πολύτιμο δώρο της υγείας και μας προφυλάσσει από τόσους κινδύνους.  Για όλα αυτά που δίνει ο Θεός σε όλους μας και για πολλά άλλα που παρέχει ξεχωριστά στον καθένα μας, ποια είναι η δική μας συμπεριφορά απέναντί Του;  Τον ευχαριστούμε; Του εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας;  Δυστυχώς οι πολλοί στεκόμαστε ψυχροί και αδιάφοροι. Κυριευμένοι από ένα παχυλό υλισμό, παύσαμε να σκεπτόμαστε τον μεγάλο Ευεργέτη. Να υψώνουμε ευγνώμονα τα μάτια μας προς τον ουρανό. Να υμνούμε το όνομά Του. Να τον ευχαριστούμε για τα δώρα Του. Να τον ευγνωμονούμε για την άπειρη αγάπη Του. Από εγωϊσμό και μόνο προσπαθούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας πως όλα αυτά τα δώρα του Θεού, οι μεγάλες ευεργεσίες Του, είναι πράγματα φυσικά, τυχαία γεγονότα ή αποτελέσματα των δικών μας ικανοτήτων. Ισχύει και για την εποχή μας ο προφητικός λόγος του αποστόλου Παύλου: «Εν εσχάταις ημέραις ενστήσονται καιροί χαλεποί, έσονται γαρ οι άνθρωποι... αχάριστοι» (Β΄ Τιμ. γ, 1-2).

Ευγνωμοσύνη, όχι αχαριστία

Ευγνώμονες κατ΄ αρχάς προς τον Θεό και Πατέρα μας. Έχουμε χρέος να τον ευχαριστούμε και να τον δοξάζουμε για όλα αυτά που η αγάπη Του μας παρέχει. Και αυτό, βέβαια, όχι διότι ο Θεός έχει ανάγκη της ευγνωμοσύνης ή των ευχαριστιών μας αφού δεν είναι δυνατόν ούτε και για την πιο ασήμαντη δωρεάν Του να τον ευχαριστήσουμε επάξια, αλλά διότι με την ταπεινή και ευγνώμονα ευχαριστία εξευγενίζουμε την ψυχή μας. Ενωνόμαστε με τον ευεργέτη μας Κύριο. Γινόμαστε σκεύη δεκτικά περισσοτέρων ευλογιών. Άξιοι της Βασιλείας Του. Αυτό ακριβώς μας διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: “Η ευχαριστία εκείνω μεν (τω Θεώ) ουδέν προστίθησιν, ημάς δε οικειοτέρους αυτώ κατασκευάζει”.

Αγαπητοί αδελφοί, δεν υπάρχει πιο απεχθές πράγμα - αμάρτημα βαρύ, θα λέγαμε - από την αχαριστία. Και όσο απεχθής συμπεριφορά είναι η αγνωμοσύνη, τόσο μεγάλη και αξιοζήλευτη αρετή είναι η ευγνωμοσύνη. Ας είμαστε, λοιπόν, πάντοτε ευγνώμονες προς τον Θεό και Πατέρα μας. Και  προς τους συνανθρώπους μας.

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Η δημιουργία των μοναστηριών

Τα μοναστήρια της Κύπρου έχουν μια μακρόχρονη παράδοση και σημαντικούς θρησκευτικούς θησαυρούς. Την ίδρυση και την λειτουργεία τους η θρησκευτική παράδοση την συνδέει με θρύλους και παραδόσεις. Τρία από τα Κυπριακά Μοναστήρια λέγεται ότι τα ίδρυσε η ίδια η Αγία Ελένη επιστρέφοντας από τους Αγίους Τόπους. Η γνωστότερη και πλουσιώτερη Μονή της Κύπρου, αυτή του Κύκκου, ιδρύθηκε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, που στα χρόνια του είχε ιδρυθεί και η Μονή της Πάτμου.